πεντάχρονος — consisting of five time units masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντάχρονος — η, ο 1. ο ηλικίας πέντε χρονών. 2. (μουσ.), πεντάσημος, μετρικός πόδας με πέντε χρόνους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντάχρονον — πεντάχρονος consisting of five time units masc/fem acc sg πεντάχρονος consisting of five time units neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταχρόνοιο — πεντάχρονος consisting of five time units masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταχρόνου — πεντάχρονος consisting of five time units masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταχρόνους — πεντάχρονος consisting of five time units masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταχρόνῳ — πεντάχρονος consisting of five time units masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντάχρονοι — πεντάχρονος consisting of five time units masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντάσημος — η, ο / πεντάσημος, ον, ΝΑ (στην αρχαία μετρ.) αυτός που αποτελείται από πέντε σημεία, από πέντε πρώτους χρόνους, ο πεντάχρονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + σημος (< σῆμα), πρβλ. δί σημος] … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek