πεντάχρονος

πεντάχρονος
-η, -ο / πεντάχρονος, -ον, ΝΑ
(για μουσικό ρυθμό ή ποιητικό μέτρο) αυτός που συνίσταται σε πέντε πρώτους χρόνους, ο πεντάσημος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία πέντε χρόνων, πενταετής (α. «πεντάχρονο παιδί» β. «πεντάχρονη συμφωνία»)
2. αυτός που γίνεται ή εκτελείται σε πέντε χρόνους
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεντάχρονα- η πέμπτη επέτειος ενός σημαντικού συνήθως γεγονότος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + χρόνος (πρβλ. τρί-χρονος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεντάχρονος — consisting of five time units masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντάχρονος — η, ο 1. ο ηλικίας πέντε χρονών. 2. (μουσ.), πεντάσημος, μετρικός πόδας με πέντε χρόνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεντάχρονον — πεντάχρονος consisting of five time units masc/fem acc sg πεντάχρονος consisting of five time units neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταχρόνοιο — πεντάχρονος consisting of five time units masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταχρόνου — πεντάχρονος consisting of five time units masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταχρόνους — πεντάχρονος consisting of five time units masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταχρόνῳ — πεντάχρονος consisting of five time units masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντάχρονοι — πεντάχρονος consisting of five time units masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντάσημος — η, ο / πεντάσημος, ον, ΝΑ (στην αρχαία μετρ.) αυτός που αποτελείται από πέντε σημεία, από πέντε πρώτους χρόνους, ο πεντάχρονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + σημος (< σῆμα), πρβλ. δί σημος] …   Dictionary of Greek

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”